- τεχνασμοί
- τεχνασμόςcunning contrivancemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεχνασμός — ὁ, Α [τεχνάζω] πανούργο επινόημα, τέχνασμα («ψευδοκατηγορίαι τε κατηγορίης τε τεχνασμοί», Μαν.) … Dictionary of Greek